επιφανειοδραστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιφανειοδραστικός < επιφάνεια + -ο- + δραστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική surface-active)
Επίθετο επεξεργασία
επιφανειοδραστικός
- (για παράγοντα) που δρα στην επιφάνεια, επιφανειακά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιφανειοδραστικός