Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισκληρίδιος η επισκληρίδια το επισκληρίδιο
      γενική του επισκληρίδιου της επισκληρίδιας του επισκληρίδιου
    αιτιατική τον επισκληρίδιο την επισκληρίδια το επισκληρίδιο
     κλητική επισκληρίδιε επισκληρίδια επισκληρίδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισκληρίδιοι οι επισκληρίδιες τα επισκληρίδια
      γενική των επισκληρίδιων των επισκληρίδιων των επισκληρίδιων
    αιτιατική τους επισκληρίδιους τις επισκληρίδιες τα επισκληρίδια
     κλητική επισκληρίδιοι επισκληρίδιες επισκληρίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκληρίδιος < επι- + σκληρός + -ίδιος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) epidural)

  Επίθετο επεξεργασία

επισκληρίδιος, -α / -ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία