επισκληρίδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεπισκληρίδιος, -α / -ος, -ο
- (ανατομία) που βρίσκεται ή συμβαίνει στο χώρο μεταξύ της εξωτερικής («σκληράς») μήνιγγας και των οστών του εγκεφάλου
Συγγενικά
επεξεργασία- υποσκληρίδιος
- → δείτε τη λέξη σκληρός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- επισκληρίδια ένεση: ένεση που γίνεται από αναισθησιολόγο, προκειμένου να περιοριστούν οι ωδίνες του τοκετού