Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μήνιγγα οι μήνιγγες
      γενική της μήνιγγας
μήνιγγος
των μηνίγγων
    αιτιατική τη μήνιγγα τις μήνιγγες
     κλητική μήνιγγα μήνιγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ανθρώπινη μήνιγγα

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήνιγγα < αρχαία ελληνική μῆνιγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήνιγγα θηλυκό, πληθυντικός μήνιγγες

  1. (ανατομία) κάθε μια από τις τρεις προστατευτικές μεμβράνες που καλύπτουν το κεντρικό νευρικό σύστημα των σπονδυλωτών και κυρίως τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.
    η αραχνοειδής μήνιγγα βρίσκεται μεταξύ της εξωτερικής σκληράς μήνιγγας και της εσωτερικής χοριοειδούς ή λεπτής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία