μήνιγγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήνιγγα | οι | μήνιγγες |
γενική | της | μήνιγγας & μήνιγγος |
των | μηνίγγων |
αιτιατική | τη | μήνιγγα | τις | μήνιγγες |
κλητική | μήνιγγα | μήνιγγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μήνιγγα < αρχαία ελληνική μῆνιγξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμήνιγγα θηλυκό, πληθυντικός μήνιγγες
- (ανατομία) κάθε μια από τις τρεις προστατευτικές μεμβράνες που καλύπτουν το κεντρικό νευρικό σύστημα των σπονδυλωτών και κυρίως τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.
- η αραχνοειδής μήνιγγα βρίσκεται μεταξύ της εξωτερικής σκληράς μήνιγγας και της εσωτερικής χοριοειδούς ή λεπτής
Συγγενικά
επεξεργασία- μηνιγγίτιδα
- και → δείτε τη λέξη μηνίγγι