Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μηνιγγ-
ονομαστική μῆνιγξ αἱ μήνιγγες
      γενική τῆς μήνιγγος τῶν μηνίγγων
      δοτική τῇ μήνιγγ ταῖς μήνιγξ(ν)
    αιτιατική τὴν μήνιγγ τὰς μήνιγγᾰς
     κλητική ! μῆνιγξ μήνιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μήνιγγε
γεν-δοτ τοῖν  μηνίγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μῆνιγξ < άγνωστης ετυμολογίας Είτε από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, είτε προελληνική λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μῆνιγξ θηλυκό

  1. λεπτή μεμβράνη
  2. (ανατομία) κάθε μία από τις τρεις μεβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
  3. (ανατομία) το τύμπανο του αφτιού

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία