μῆνιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μηνιγγ- | |||||
ονομαστική | ἡ | μῆνιγξ | αἱ | μήνιγγες | |
γενική | τῆς | μήνιγγος | τῶν | μηνίγγων | |
δοτική | τῇ | μήνιγγῐ | ταῖς | μήνιγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | μήνιγγᾰ | τὰς | μήνιγγᾰς | |
κλητική ὦ! | μῆνιγξ | μήνιγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μήνιγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μηνίγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μῆνιγξ < άγνωστης ετυμολογίας Είτε από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, είτε προελληνική → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμῆνιγξ θηλυκό
- λεπτή μεμβράνη
- (ανατομία) κάθε μία από τις τρεις μεβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
- (ανατομία) το τύμπανο του αφτιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μῆνιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.