Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηνίγγι τα μηνίγγια
      γενική του μηνιγγιού των μηνιγγιών
    αιτιατική το μηνίγγι τα μηνίγγια
     κλητική μηνίγγι μηνίγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μηνίγγι

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνίγγι < ελληνιστική κοινή μηνίγγιον < αρχαία ελληνική μῆνιγξ. Δείτε και μηλίγγι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈniŋ.ɟi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐νίγ‐γι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηνίγγι ουδέτερο

  1. (ανατομία) η μήνιγγα
  2. (καθημερινό, συνήθως στον πληθυντικό) η περιοχή του κροτάφου
    έχω τρομερό πονοκέφαλο, χτυπάνε τα μηνίγγια μου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία