καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μηνιγγῖτις αἱ μηνιγγίτιδες
      γενική τῆς μηνιγγίτιδος τῶν μηνιγγιτίδων
      δοτική τῇ μηνιγγίτιδι ταῖς μηνιγγίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν μηνιγγῖτιν τὰς μηνιγγίτιδας
     κλητική ! μηνιγγῖτι μηνιγγίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηνιγγῖτις (μαρτυρείται από το 1843)[1] → και δείτε τη λέξη μηνιγγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méningite[2] + -ῖτις < méninge < αρχαία ελληνική μῆνιγξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηνιγγῖτις, -ιδος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 652, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. μηνιγγίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας