μυελομηνιγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυελομηνιγγίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μυελομηνιγγῖτις από την αιτιατική σε -ίτιδα, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myeloméningite[1] < αρχαία ελληνική μυελός + μῆνιγξ, μηνιγγ- + ῖτις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.e.lo.mi.niŋˈɟi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ε‐λο‐μη‐νιγ‐γί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυελομηνιγγίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια, μηνιγγίτιδα της σπονδυλικής στήλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυελομηνιγγίτιδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)