αντιμηνιγγιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμηνιγγιτικός < αντι- + μηνιγγιτικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιμηνιγγιτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την καταπολέμηση της μηνιγγίτιδας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μηνιγγίτιδα και μηνίγγι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμηνιγγιτικός