Δείτε επίσης: ἐπίσταθμος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίσταθμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσταθμος < επί- + σταθμ(ός) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpi.sta.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐σταθ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: ε‐πί‐στα‐θμος

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίσταθμος η επίσταθμη το επίσταθμο
      γενική του επίσταθμου της επίσταθμης του επίσταθμου
    αιτιατική τον επίσταθμο την επίσταθμη το επίσταθμο
     κλητική επίσταθμε επίσταθμη επίσταθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίσταθμοι οι επίσταθμες τα επίσταθμα
      γενική των επίσταθμων των επίσταθμων των επίσταθμων
    αιτιατική τους επίσταθμους τις επίσταθμες τα επίσταθμα
     κλητική επίσταθμοι επίσταθμες επίσταθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

επίσταθμος, -η, -ο

  • που βρίσκεται σταθμευμένος σε έναν τόπο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίσταθμος οι επίσταθμοι
      γενική του επιστάθμου των επιστάθμων
    αιτιατική τον επίσταθμο τους επιστάθμους
     κλητική επίσταθμε επίσταθμοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

επίσταθμος αρσενικό

  1. επιμελητής μιας επισταθμίας
  2. βοηθητικός χώρος που βρίσκεται κοντά σε σιδηροδρομικό σταθμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.