επίγονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίγονος (γεννημένος κατόπιν) < ἐπί ( επί- + -γονος )
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣo.nos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίγονος αρσενικό
- μεταγενέστερος κάποιου
- συνεχιστής του έργου των πρωταγωνιστών μιας σημαντικής περιόδου ή κινήματος
- (στον πληθυντικό) Επίγονοι → δείτε τη λέξη Ἐπίγονοι