επιγονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιγονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épigonisme < épigone < λατινική epigoni < αρχαία ελληνική ἐπίγονος < ἐπιγίγνομαι < ἐπί + γίγνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιγονισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιγονισμός