Ἐπίγονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐπίγονος | οἱ | Ἐπίγονοι |
γενική | τοῦ | Ἐπιγόνου | τῶν | Ἐπιγόνων |
δοτική | τῷ | Ἐπιγόνῳ | τοῖς | Ἐπιγόνοις |
αιτιατική | τὸν | Ἐπίγονον | τοὺς | Ἐπιγόνους |
κλητική ὦ! | Ἐπίγονε | Ἐπίγονοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπιγόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπιγόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἘπίγονος αρσενικό
- ένας από τους Επιγόνους → δείτε τη λέξη Ἐπίγονοι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἐπίγονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.