επίβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίβουλος < αρχαία ελληνική ἐπίβουλος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίβουλος, -η, -ο
- που επιβουλεύεται άλλους
- που γίνεται με επιβουλή ή από επιβουλή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανεπίβουλα
- ανεπίβουλος
- επιβουλεύομαι
- επιβουλή
- → δείτε τις λέξεις επί και βουλεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίβουλος
|