Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξιδρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξιδρωτικ
ός
η
εξιδρωτικ
ή
το
εξιδρωτικ
ό
γενική
του
εξιδρωτικ
ού
της
εξιδρωτικ
ής
του
εξιδρωτικ
ού
αιτιατική
τον
εξιδρωτικ
ό
την
εξιδρωτικ
ή
το
εξιδρωτικ
ό
κλητική
εξιδρωτικ
έ
εξιδρωτικ
ή
εξιδρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξιδρωτικ
οί
οι
εξιδρωτικ
ές
τα
εξιδρωτικ
ά
γενική
των
εξιδρωτικ
ών
των
εξιδρωτικ
ών
των
εξιδρωτικ
ών
αιτιατική
τους
εξιδρωτικ
ούς
τις
εξιδρωτικ
ές
τα
εξιδρωτικ
ά
κλητική
εξιδρωτικ
οί
εξιδρωτικ
ές
εξιδρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξιδρωτικός
<
εξιδρώνω
+
-τικός
<
αρχαία ελληνική
ἐξιδρόω
/
ἐξιδρῶ
+
-ώνω
<
ἐξ
+
ἱδρόω
/
ἱδρῶ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ksi.ðɾo.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
εξιδρωτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με το
εξίδρωμα
ή την
εξίδρωση
, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα
προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξιδρώνω
,
ιδρώνω
και
ιδρώτας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξιδρωτικός
αγγλικά
:
exudative
(en)
γαλλικά
:
exsudatif
(fr)