εξιδρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksiˈðɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαεξιδρώνω
- (ιατρική) παθολογικά συγκεντρώνονται διάφορα υγρά σε σωματικές κοιλότητες
- παράγω / εκκρίνω ιδρώτα, ιδρώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- εξίδρωμα
- εξίδρωση
- εξιδρωτικός
- → δείτε τις λέξεις ιδρώνω και ιδρώτας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξιδρώνω | εξίδρωνα | θα εξιδρώνω | να εξιδρώνω | εξιδρώνοντας | |
β' ενικ. | εξιδρώνεις | εξίδρωνες | θα εξιδρώνεις | να εξιδρώνεις | εξίδρωνε | |
γ' ενικ. | εξιδρώνει | εξίδρωνε | θα εξιδρώνει | να εξιδρώνει | ||
α' πληθ. | εξιδρώνουμε | εξιδρώναμε | θα εξιδρώνουμε | να εξιδρώνουμε | ||
β' πληθ. | εξιδρώνετε | εξιδρώνατε | θα εξιδρώνετε | να εξιδρώνετε | εξιδρώνετε | |
γ' πληθ. | εξιδρώνουν(ε) | εξίδρωναν εξιδρώναν(ε) |
θα εξιδρώνουν(ε) | να εξιδρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξίδρωσα | θα εξιδρώσω | να εξιδρώσω | εξιδρώσει | ||
β' ενικ. | εξίδρωσες | θα εξιδρώσεις | να εξιδρώσεις | εξίδρωσε | ||
γ' ενικ. | εξίδρωσε | θα εξιδρώσει | να εξιδρώσει | |||
α' πληθ. | εξιδρώσαμε | θα εξιδρώσουμε | να εξιδρώσουμε | |||
β' πληθ. | εξιδρώσατε | θα εξιδρώσετε | να εξιδρώσετε | εξιδρώστε | ||
γ' πληθ. | εξίδρωσαν εξιδρώσαν(ε) |
θα εξιδρώσουν(ε) | να εξιδρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξιδρώσει | είχα εξιδρώσει | θα έχω εξιδρώσει | να έχω εξιδρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξιδρώσει | είχες εξιδρώσει | θα έχεις εξιδρώσει | να έχεις εξιδρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξιδρώσει | είχε εξιδρώσει | θα έχει εξιδρώσει | να έχει εξιδρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξιδρώσει | είχαμε εξιδρώσει | θα έχουμε εξιδρώσει | να έχουμε εξιδρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξιδρώσει | είχατε εξιδρώσει | θα έχετε εξιδρώσει | να έχετε εξιδρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξιδρώσει | είχαν εξιδρώσει | θα έχουν εξιδρώσει | να έχουν εξιδρώσει |
|