ενσώματος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενσώματος < ελληνιστική κοινή ἐνσώματος < αρχαία ελληνική σῶμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /enˈso.ma.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ενσώματος, -ή, -ο
- που βρίσκεται σε σώμα
- (κατ’ επέκταση) που έχει υλική υπόσταση