Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοφθαλμία οι ενοφθαλμίες
      γενική της ενοφθαλμίας των ενοφθαλμιών
    αιτιατική την ενοφθαλμία τις ενοφθαλμίες
     κλητική ενοφθαλμία ενοφθαλμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοφθαλμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική énophtalmie / énophthalmie < αρχαία ελληνική ἐν + αρχαία ελληνική ὀφθαλμός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενοφθαλμία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εν και οφθαλμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία