ενοφθαλμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενοφθαλμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική énophtalmie / énophthalmie < αρχαία ελληνική ἐν + αρχαία ελληνική ὀφθαλμός[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενοφθαλμία θηλυκό
- (ιατρική) συνολκή / υποχώρηση του οφθαλμικού βολβού στο βάθος της οφθαλμικής κόγχης, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εν και οφθαλμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενοφθαλμία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενοφθαλμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας