εμπερίστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπερίστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεμπερίστατος, -η, -ο
- εμπεριστατωμένος, προσεγμένος
- που έχει εμπλακεί σε δύσκολες καταστάσεις, που ζει υπό δύσκολες συνθήκες, φτωχός
- πολυάσχολος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπερίστατος
|
Πηγές
επεξεργασία- εμπερίστατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)