Δείτε επίσης: ἐμπερίστατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπερίστατος η εμπερίστατη το εμπερίστατο
      γενική του εμπερίστατου της εμπερίστατης του εμπερίστατου
    αιτιατική τον εμπερίστατο την εμπερίστατη το εμπερίστατο
     κλητική εμπερίστατε εμπερίστατη εμπερίστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπερίστατοι οι εμπερίστατες τα εμπερίστατα
      γενική των εμπερίστατων των εμπερίστατων των εμπερίστατων
    αιτιατική τους εμπερίστατους τις εμπερίστατες τα εμπερίστατα
     κλητική εμπερίστατοι εμπερίστατες εμπερίστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπερίστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εμπερίστατος, -η, -ο

  1. εμπεριστατωμένος, προσεγμένος
  2. που έχει εμπλακεί σε δύσκολες καταστάσεις, που ζει υπό δύσκολες συνθήκες, φτωχός
  3. πολυάσχολος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • εμπερίστατοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)