ἐμπερίστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐμπερίστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐμπερίστατος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (σπάνιο) πολυάσχολος
- ※ 4ος κε αιώνας Ευάγριος Ποντικός, Rerum monachalium rationes, 40.1256, @catholiclibrary.org
- Σεαυτοῦ μόνου τῆς ὠφελείας φρόντιζε, καὶ τὸν τῆς ἡσυχίας περιποιοῦ τρόπον. Μὴ ἀγαπήσῃς οἰκῆσαι μετὰ ἀνθρώπων ὑλικῶν καὶ ἐμπεριστάτων· ἢ μόνος οἴκει, ἢ μετὰ ἀδελφῶν τῶν ἀΰλων καὶ ὁμοφρόνων σου.
- ※ 4ος κε αιώνας Ευάγριος Ποντικός, Rerum monachalium rationes, 40.1256, @catholiclibrary.org
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐμπερίστατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.