Δείτε επίσης: εμπερίστατος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐμπερίστατος τὸ ἐμπερίστατον
      γενική τοῦ/τῆς ἐμπεριστάτου τοῦ ἐμπεριστάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐμπεριστάτ τῷ ἐμπεριστάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐμπερίστατον τὸ ἐμπερίστατον
     κλητική ! ἐμπερίστατε ἐμπερίστατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐμπερίστατοι τὰ ἐμπερίστατ
      γενική τῶν ἐμπεριστάτων τῶν ἐμπεριστάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐμπεριστάτοις τοῖς ἐμπεριστάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐμπεριστάτους τὰ ἐμπερίστατ
     κλητική ! ἐμπερίστατοι ἐμπερίστατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐμπεριστάτω τὼ ἐμπεριστάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐμπεριστάτοιν τοῖν ἐμπεριστάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπερίστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐμπερίστατος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • (σπάνιο) πολυάσχολος
    ※  4ος κε αιώνας Ευάγριος Ποντικός, Rerum monachalium rationes, 40.1256, @catholiclibrary.org
    Σεαυτοῦ μόνου τῆς ὠφελείας φρόντιζε, καὶ τὸν τῆς ἡσυχίας περιποιοῦ τρόπον. Μὴ ἀγαπήσῃς οἰκῆσαι μετὰ ἀνθρώπων ὑλικῶν καὶ ἐμπεριστάτων· ἢ μόνος οἴκει, ἢ μετὰ ἀδελφῶν τῶν ἀΰλων καὶ ὁμοφρόνων σου.

Συγγενικά

επεξεργασία