Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελοχαρής η ελοχαρής το ελοχαρές
      γενική του ελοχαρούς* της ελοχαρούς του ελοχαρούς
    αιτιατική τον ελοχαρή την ελοχαρή το ελοχαρές
     κλητική ελοχαρή(ς) ελοχαρής ελοχαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελοχαρείς οι ελοχαρείς τα ελοχαρή
      γενική των ελοχαρών των ελοχαρών των ελοχαρών
    αιτιατική τους ελοχαρείς τις ελοχαρείς τα ελοχαρή
     κλητική ελοχαρείς ελοχαρείς ελοχαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελοχαρής < (έλος) ελο- + -χαρής (χαίρω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.lo.xaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λο‐χα‐ρής

  Επίθετο επεξεργασία

ελοχαρής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έλος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία