↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
ελευθεριοκτόνος
|
η
|
ελευθεριοκτόνος & ελευθεριοκτόνα
|
το
|
ελευθεριοκτόνο
|
γενική
|
του
|
ελευθεριοκτόνου
|
της
|
ελευθεριοκτόνου & ελευθεριοκτόνας
|
του
|
ελευθεριοκτόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
ελευθεριοκτόνο
|
την
|
ελευθεριοκτόνο & ελευθεριοκτόνα
|
το
|
ελευθεριοκτόνο
|
κλητική
|
|
ελευθεριοκτόνε
|
|
ελευθεριοκτόνε & ελευθεριοκτόνα
|
|
ελευθεριοκτόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
ελευθεριοκτόνοι
|
οι
|
ελευθεριοκτόνοι & ελευθεριοκτόνες
|
τα
|
ελευθεριοκτόνα
|
γενική
|
των
|
ελευθεριοκτόνων
|
των
|
ελευθεριοκτόνων
|
των
|
ελευθεριοκτόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
ελευθεριοκτόνους
|
τις
|
ελευθεριοκτόνους & ελευθεριοκτόνες
|
τα
|
ελευθεριοκτόνα
|
κλητική
|
|
ελευθεριοκτόνοι
|
|
ελευθεριοκτόνοι & ελευθεριοκτόνες
|
|
ελευθεριοκτόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|