liberticide
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.bɛʁ.ti.sid/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
liberticide | liberticides |
liberticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ελευθεριοκτόνος
- Certaines lois pourraient éventuellement s'avérer liberticides avec le temps.