Δείτε επίσης: εἰσηγητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισηγητικός η εισηγητική το εισηγητικό
      γενική του εισηγητικού της εισηγητικής του εισηγητικού
    αιτιατική τον εισηγητικό την εισηγητική το εισηγητικό
     κλητική εισηγητικέ εισηγητική εισηγητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισηγητικοί οι εισηγητικές τα εισηγητικά
      γενική των εισηγητικών των εισηγητικών των εισηγητικών
    αιτιατική τους εισηγητικούς τις εισηγητικές τα εισηγητικά
     κλητική εισηγητικοί εισηγητικές εισηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισηγητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσηγητικός (εισαγωγικός). → δείτε τις λέξεις εἰσηγεόμαι και εισηγούμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.si.ʝi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐ση‐γη‐τι‐κός
τυπογραφικός συλλαβισμός: εισ‐η‐γη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εισηγητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία