εισηγητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισηγητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσηγητικός (εισαγωγικός). → δείτε τις λέξεις εἰσηγεόμαι και εισηγούμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.si.ʝi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐ση‐γη‐τι‐κός
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εισ‐η‐γη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
εισηγητικός, -ή, -ό
- που εισηγείται, που εισάγει σε ένα θέμα και παρουσιάζει προτάσεις
- ↪ υπέβαλε μια εισηγητική έκθεση με πολλές καινοτόμες προτάσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εισήγηση και εισηγούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισηγητικός