Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνομουσικολογικός η εθνομουσικολογική το εθνομουσικολογικό
      γενική του εθνομουσικολογικού της εθνομουσικολογικής του εθνομουσικολογικού
    αιτιατική τον εθνομουσικολογικό την εθνομουσικολογική το εθνομουσικολογικό
     κλητική εθνομουσικολογικέ εθνομουσικολογική εθνομουσικολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνομουσικολογικοί οι εθνομουσικολογικές τα εθνομουσικολογικά
      γενική των εθνομουσικολογικών των εθνομουσικολογικών των εθνομουσικολογικών
    αιτιατική τους εθνομουσικολογικούς τις εθνομουσικολογικές τα εθνομουσικολογικά
     κλητική εθνομουσικολογικοί εθνομουσικολογικές εθνομουσικολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνομουσικολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική ethnomusicologique < αρχαία ελληνική ἔθνος + μουσική + λέγω

  Επίθετο επεξεργασία

εθνομουσικολογικός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία