εθνομουσικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνομουσικολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnomusicologue < αρχαία ελληνική ἔθνος (εθνο-) + μουσικ(ή) + -λόγος λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνομουσικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσική, επάγγελμα) που ασχολείται με την εθνομουσικολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- εθνομουσικολογία
- εθνομουσικολογικός
- → δείτε τις λέξεις έθνος, μουσική, μούσα και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνομουσικολόγος