Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκυτιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκυτιωμέν
ος
η
εγκυτιωμέν
η
το
εγκυτιωμέν
ο
γενική
του
εγκυτιωμέν
ου
της
εγκυτιωμέν
ης
του
εγκυτιωμέν
ου
αιτιατική
τον
εγκυτιωμέν
ο
την
εγκυτιωμέν
η
το
εγκυτιωμέν
ο
κλητική
εγκυτιωμέν
ε
εγκυτιωμέν
η
εγκυτιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκυτιωμέν
οι
οι
εγκυτιωμέν
ες
τα
εγκυτιωμέν
α
γενική
των
εγκυτιωμέν
ων
των
εγκυτιωμέν
ων
των
εγκυτιωμέν
ων
αιτιατική
τους
εγκυτιωμέν
ους
τις
εγκυτιωμέν
ες
τα
εγκυτιωμέν
α
κλητική
εγκυτιωμέν
οι
εγκυτιωμέν
ες
εγκυτιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκυτιωμένος
<
εν-
+
κυτίο
+
-ωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
εγκυτιωμένος
(
λόγιο
) που βρίσκεται
μέσα
σε
κυτίο
, σε
κουτί
εγκυτιωμένα
τρόφιμα
εγκυτιωμένος
λαδερός
αρακάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κυτίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκυτιωμένος