αρακάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρακάς | οι | αρακάδες |
γενική | του | αρακά | των | αρακάδων |
αιτιατική | τον | αρακά | τους | αρακάδες |
κλητική | αρακά | αρακάδες | ||
Ο πληθυντικός είναι σπάνιος | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρακάς < μεσαιωνική ελληνική ἀρακάς[1] [2] < αρχαία ελληνική ἄρακος[2]

Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρακάς αρσενικό
- (όσπριο) το μπιζέλι, πολύσπερμος λοβός με εδώδιμα μικρά, στρογγυλά και πράσινα σπέρματα
- το κάθε ένα, πλούσιο σε πρωτεΐνες, σπέρμα που περιέχεται σε αυτό το λοβό
- (φυτό) το φυτό που παράγει τα ομώνυμα σπέρματα
- το φαγητό που έχει ως βάση τα παραπάνω σπέρματα
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως χρησιμοποιείται ο ενικός για την τροφή και το πιάτο, όπως με τα περισσότερα δημητριακά, σε αντίθεση με τα λοιπά φαγώσιμα που χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό (φασόλια, μακαρόνια κλπ)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
αρακάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρακάς
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ἀρακάς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- 1 2 αρακάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας