δυσσέβεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσσέβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσσέβεια → δείτε τις λέξεις δυσ- και σέβας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσσέβεια θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ασέβεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσσέβεια
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσσέβειᾰ | αἱ | δυσσέβειαι |
γενική | τῆς | δυσσεβείᾱς | τῶν | δυσσεβειῶν |
δοτική | τῇ | δυσσεβείᾳ | ταῖς | δυσσεβείαις |
αιτιατική | τὴν | δυσσέβειᾰν | τὰς | δυσσεβείᾱς |
κλητική ὦ! | δυσσέβειᾰ | δυσσέβειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσσεβείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσσεβείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσσέβεια < δυσσεβ(ής) + -εια → δείτε τις λέξεις δυσ- και σέβας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσσέβεια θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυσσέβεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσσέβεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.