δυσσεβής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυσσεβής | η | δυσσεβής | το | δυσσεβές |
γενική | του | δυσσεβούς* | της | δυσσεβούς | του | δυσσεβούς |
αιτιατική | τον | δυσσεβή | τη | δυσσεβή | το | δυσσεβές |
κλητική | δυσσεβή(ς) | δυσσεβής | δυσσεβές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυσσεβείς | οι | δυσσεβείς | τα | δυσσεβή |
γενική | των | δυσσεβών | των | δυσσεβών | των | δυσσεβών |
αιτιατική | τους | δυσσεβείς | τις | δυσσεβείς | τα | δυσσεβή |
κλητική | δυσσεβείς | δυσσεβείς | δυσσεβή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσσεβής < αρχαία ελληνική δυσσεβής
Επίθετο
επεξεργασίαδυσσεβής
- (λόγιο) άλλη μορφή του ασεβής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσσεβής
|
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δυσσεβής | τὸ δυσσεβές | οἱ, αἱ δυσσεβεῖς | τὰ δυσσεβῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς δυσσεβοῦς | τοῦ δυσσεβοῦς | τῶν δυσσεβῶν | τῶν δυσσεβῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ δυσσεβεῖ | τῷ δυσσεβεῖ | τοῖς, ταῖς δυσσεβέσι(ν) | τοῖς δυσσεβέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δυσσεβῆ | τὸ δυσσεβές | τοὺς, τὰς δυσσεβεῖς | τὰ δυσσεβῆ |
Κλητική | δυσσεβές | δυσσεβές | δυσσεβεῖς | δυσσεβῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυσσεβεῖ | |||
Γενική-Δοτική | δυσσεβοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσσεβής
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δυσεβής
- ※ ἄφρων καὶ δυσεβὴς γενόμην, σοὶ πάνθ' ὑποείξας. (Ευδοκία Αυγούστα η ποιήτρια, Για το μαρτύριο του Αγίου Κυπριανού, 2.429)