↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυσσεβί αἱ δυσσεβίαι
      γενική τῆς δυσσεβίᾱς τῶν δυσσεβιῶν
      δοτική τῇ δυσσεβί ταῖς δυσσεβίαις
    αιτιατική τὴν δυσσεβίᾱν τὰς δυσσεβίᾱς
     κλητική ! δυσσεβί δυσσεβίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσσεβί
γεν-δοτ τοῖν  δυσσεβίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσσεβία, -ας θηλυκό