δυσσεβία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσσεβίᾱ | αἱ | δυσσεβίαι |
γενική | τῆς | δυσσεβίᾱς | τῶν | δυσσεβιῶν |
δοτική | τῇ | δυσσεβίᾳ | ταῖς | δυσσεβίαις |
αιτιατική | τὴν | δυσσεβίᾱν | τὰς | δυσσεβίᾱς |
κλητική ὦ! | δυσσεβίᾱ | δυσσεβίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσσεβίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσσεβίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσσεβία, -ας θηλυκό
- άλλη μορφή του δυσσέβεια
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 533
- δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως.
- πως της ασέβειας ο καρπός / είν᾽ ο άφευχτος χαμός·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- [είναι] μεν της δυσσέβειας η ύβρις καρπός στ' αλήθεια (μετάφραση λέξεων)
- δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 533
Πηγές
επεξεργασία- δυσσεβία, δυσσέβεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.