Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσκαταληψία οι δυσκαταληψίες
      γενική της δυσκαταληψίας των δυσκαταληψιών
    αιτιατική τη δυσκαταληψία τις δυσκαταληψίες
     κλητική δυσκαταληψία δυσκαταληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσκαταληψία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσκαλαψία < δυσκατάληπτος < δυσ- + καταλαμβάνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ska.ta.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σκα‐τα‐λη‐ψί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐κα‐τα‐λη‐ψί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσκαταληψία θηλυκό

  • (σπάνιο) δυσκολία στην κατανόηση
  • ※  Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας δὲν ἔχει τὰ διανοητικὰ προσόντα νὰ ἀντιληφθεῖ, ἔστω, τὸ πρόβλημα, συνεχίζει νὰ μιλάει, νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ ἀπαιτεῖ μὲ τὰ ἀντανακλαστικὰ μικρονοϊκῆς ἀνεμελιᾶς ἢ ἀλλοδαπῆς δυσκαταληψίας (Χρῆστος Γιανναρᾶς, Ἀντιπαλεύοντας τὴν παρακμή - ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ 2022, εκδ. ΑΡΜΟΣ, σελ.156)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυσκαταληψί αἱ δυσκαταληψίαι
      γενική τῆς δυσκαταληψίᾱς τῶν δυσκαταληψιῶν
      δοτική τῇ δυσκαταληψί ταῖς δυσκαταληψίαις
    αιτιατική τὴν δυσκαταληψίᾱν τὰς δυσκαταληψίᾱς
     κλητική ! δυσκαταληψί δυσκαταληψίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσκαταληψί
γεν-δοτ τοῖν  δυσκαταληψίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσκαταληψία < δυσκατάληπτος < δυσ- + καταλαμβάνω < κατα-ληψ--ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσκαταληψία, -ας θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία