γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαλλάσσων διαλλάσσουσ τὸ διαλλάσσον
      γενική τοῦ διαλλάσσοντος τῆς διαλλασσούσης τοῦ διαλλάσσοντος
      δοτική τῷ διαλλάσσοντ τῇ διαλλασσούσ τῷ διαλλάσσοντ
    αιτιατική τὸν διαλλάσσοντ τὴν διαλλάσσουσᾰν τὸ διαλλάσσον
     κλητική ! διαλλάσσων διαλλάσσουσ διαλλάσσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαλλάσσοντες αἱ διαλλάσσουσαι τὰ διαλλάσσοντ
      γενική τῶν διαλλασσόντων τῶν διαλλασσουσῶν τῶν διαλλασσόντων
      δοτική τοῖς διαλλάσσουσῐ(ν) ταῖς διαλλασσούσαις τοῖς διαλλάσσουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διαλλάσσοντᾰς τὰς διαλλασσούσᾱς τὰ διαλλάσσοντ
     κλητική ! διαλλάσσοντες διαλλάσσουσαι διαλλάσσοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαλλάσσοντε τὼ διαλλασσούσ τὼ διαλλάσσοντε
      γεν-δοτ τοῖν διαλλασσόντοιν τοῖν διαλλασσούσαιν τοῖν διαλλασσόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαλλάσσων, -ουσα, -ον

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαλλάσσω
    1. στη σημασία: (αμετάβατο) (+ δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.(Χρειάζεται συνδέσμους)) διαφέρω από κάποιον σε κάτι
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 70.1
      οἱ δὲ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες (διξοὶ γὰρ δὴ ἐστρατεύοντο) προσετετάχατο τοῖσι Ἰνδοῖσι, διαλλάσσοντες εἶδος μὲν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, φωνὴν δὲ καὶ τρίχωμα μοῦνον·
      ενώ οι Αιθίοπες που κατοικούν προς την ανατολή του ήλιου (γιατί δυο διαφορετικές φυλές τους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία) αποτελούσαν ένα σώμα με τους Ινδούς· οι δυο φυλές τους δε διαφέρουν καθόλου στη μορφή η μια απ᾽ την άλλη παρά μονάχα στη γλώσσα και τα μαλλιά·
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    2. στη σημασία: η διαφορά
      ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 10.1
      ἐν γὰρ τῷ διαλλάσσοντι τῆς γνώμης καὶ αἱ διαφοραὶ τῶν ἔργων καθίστανται.
      Από την διαφορά στις αντιλήψεις προέρχεται και η διαφορά στην δράση.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
      ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων , (De aere, aquis, locis), 24,@scaife.perseus
      Ἔνεισι δὲ καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ φῦλα διάφορα ἕτερα ἑτέροισι καὶ τὰ μεγέθεα καὶ τὰς μορφὰς καὶ τὰς ἀνδρείας· τὰ δὲ διαλλάσσοντα ταῦτά ἐστιν, ἃ καὶ ἐπὶ τῶν πρότερον εἴρηται· ἔτι δὲ σαφέστερον φράσω.
    3. στη σημασία: αλλάζω, μεταβάλλω
      ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 12.20 @scaife.perseus
      διαλλάσσων χείλη πιστῶν σύνεσιν δὲ πρεσβυτέρων ἔγνω.
      [ο Θεός] μεταβάλλοντας τα χείλη των πιστών, γνωρίζει δε και την σύνεση των γεροντοτέρων.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
      ΣτΕ: Το χωρίο αναφέρεται στη δύναμη του Θεού να μεταστρέφει τους πιστούς και να τους αναγκάζει να πουν άλλα λόγια απ' ό,τι θα ήθελαν να πουν.