διαλλάσσων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαλλάσσων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαλλάσσω
- στη σημασία: (αμετάβατο) (+ δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.(Χρειάζεται συνδέσμους)) διαφέρω από κάποιον σε κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 70.1
- οἱ δὲ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες (διξοὶ γὰρ δὴ ἐστρατεύοντο) προσετετάχατο τοῖσι Ἰνδοῖσι, διαλλάσσοντες εἶδος μὲν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, φωνὴν δὲ καὶ τρίχωμα μοῦνον·
- ενώ οι Αιθίοπες που κατοικούν προς την ανατολή του ήλιου (γιατί δυο διαφορετικές φυλές τους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία) αποτελούσαν ένα σώμα με τους Ινδούς· οι δυο φυλές τους δε διαφέρουν καθόλου στη μορφή η μια απ᾽ την άλλη παρά μονάχα στη γλώσσα και τα μαλλιά·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οἱ δὲ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες (διξοὶ γὰρ δὴ ἐστρατεύοντο) προσετετάχατο τοῖσι Ἰνδοῖσι, διαλλάσσοντες εἶδος μὲν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, φωνὴν δὲ καὶ τρίχωμα μοῦνον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 70.1
- στη σημασία: η διαφορά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 10.1
- ἐν γὰρ τῷ διαλλάσσοντι τῆς γνώμης καὶ αἱ διαφοραὶ τῶν ἔργων καθίστανται.
- Από την διαφορά στις αντιλήψεις προέρχεται και η διαφορά στην δράση.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐν γὰρ τῷ διαλλάσσοντι τῆς γνώμης καὶ αἱ διαφοραὶ τῶν ἔργων καθίστανται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων , (De aere, aquis, locis), 24,@scaife.perseus
- Ἔνεισι δὲ καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ φῦλα διάφορα ἕτερα ἑτέροισι καὶ τὰ μεγέθεα καὶ τὰς μορφὰς καὶ τὰς ἀνδρείας· τὰ δὲ διαλλάσσοντα ταῦτά ἐστιν, ἃ καὶ ἐπὶ τῶν πρότερον εἴρηται· ἔτι δὲ σαφέστερον φράσω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 10.1
- στη σημασία: αλλάζω, μεταβάλλω
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 12.20 @scaife.perseus
- διαλλάσσων χείλη πιστῶν σύνεσιν δὲ πρεσβυτέρων ἔγνω.
- [ο Θεός] μεταβάλλοντας τα χείλη των πιστών, γνωρίζει δε και την σύνεση των γεροντοτέρων.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ΣτΕ: Το χωρίο αναφέρεται στη δύναμη του Θεού να μεταστρέφει τους πιστούς και να τους αναγκάζει να πουν άλλα λόγια απ' ό,τι θα ήθελαν να πουν.
- διαλλάσσων χείλη πιστῶν σύνεσιν δὲ πρεσβυτέρων ἔγνω.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 12.20 @scaife.perseus
- στη σημασία: (αμετάβατο) (+ δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.(Χρειάζεται συνδέσμους)) διαφέρω από κάποιον σε κάτι
Πηγές
επεξεργασία- διαλλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu