δεσποζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδεσποζόμενος, -η, -ο
- (για ζώα) που έχουν δεσπότη, κύριο
- Τον Οκτώβριο του 2012 στον Μαραθώνα ένας άνδρας έδωσε εντολή σε υπάλληλό του να δέσει τον σκύλο του πίσω από το αυτοκίνητο και να τον σέρνει, επειδή του έσκαψε το περιβόλι. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους με τριετή αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 5.000 ευρώ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη ιδιοκτήτη ως ηθικού αυτουργού για κακοποίηση ζώου, από την εφαρμογή του Νόμου 4039/2012 για τα δεσποζόμενα και αδέσποτα ζώα. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δεσποζόμενος
|