Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεδομενοκεντρικός η δεδομενοκεντρική το δεδομενοκεντρικό
      γενική του δεδομενοκεντρικού της δεδομενοκεντρικής του δεδομενοκεντρικού
    αιτιατική τον δεδομενοκεντρικό τη δεδομενοκεντρική το δεδομενοκεντρικό
     κλητική δεδομενοκεντρικέ δεδομενοκεντρική δεδομενοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεδομενοκεντρικοί οι δεδομενοκεντρικές τα δεδομενοκεντρικά
      γενική των δεδομενοκεντρικών των δεδομενοκεντρικών των δεδομενοκεντρικών
    αιτιατική τους δεδομενοκεντρικούς τις δεδομενοκεντρικές τα δεδομενοκεντρικά
     κλητική δεδομενοκεντρικοί δεδομενοκεντρικές δεδομενοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεδομενοκεντρικός < δεδομέν(α) + -ο- + κεντρικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική datacentric

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.ðo.me.no.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐δο‐με‐νο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

δεδομενοκεντρικός -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία