↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαιδαλώδης η δαιδαλώδης το δαιδαλώδες
      γενική του δαιδαλώδους της δαιδαλώδους του δαιδαλώδους
    αιτιατική τον δαιδαλώδη τη δαιδαλώδη το δαιδαλώδες
     κλητική δαιδαλώδη(ς) δαιδαλώδης δαιδαλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαιδαλώδεις οι δαιδαλώδεις τα δαιδαλώδη
      γενική των δαιδαλωδών των δαιδαλωδών των δαιδαλωδών
    αιτιατική τους δαιδαλώδεις τις δαιδαλώδεις τα δαιδαλώδη
     κλητική δαιδαλώδεις δαιδαλώδεις δαιδαλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δαιδαλώδης < δαίδαλος + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðe.ðaˈlo.ðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

δαιδαλώδης, -ης, -ες

  1. που έχει περίπλοκο σχήμα/ εσωτερική διάρθρωση και μοιάζει με λαβύρινθο
    ⮡  δαιδαλώδης διάδρομος
  2. πολύπλοκος, μπερδεμένος, δύσκολο να κατανοηθεί
    ⮡  δαιδαλώδες ζήτημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία