Δείτε επίσης: δαίδαλος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δαίδαλος < δαιδάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *delh₁- (κόβω, σχίζω, σκαλίζω) ή προελληνική [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δαίδαλος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.