γυψωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυψώνω
Μετοχή
επεξεργασίαγυψωμένος, -η, -ο
- που έχει επικαλυφθεί με γύψο
- που έχει προστατευτεί με γύψινο επίδεσμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυψωμένος
|