Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυψώνω < αρχαία ελληνική γυψόω / γυψῶ < γύψος

  Ρήμα επεξεργασία

γυψώνω (παθητική φωνή: γυψώνομαι)

  1. καλύπτω με γύψο κάτι
  2. καλύπτω με γύψο εν είδει επιδέσμου κάποιο χτυπημένο σωματικό μέλος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία