γύψωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γύψωση | οι | γυψώσεις |
γενική | της | γύψωσης* | των | γυψώσεων |
αιτιατική | τη | γύψωση | τις | γυψώσεις |
κλητική | γύψωση | γυψώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γυψώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύψωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γυψώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γύψωση
|