Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γύψωση
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γύψωσ
η
οι
γυψώσ
εις
γενική
της
γύψωσ
ης
*
των
γυψώσ
εων
αιτιατική
τη
γύψωσ
η
τις
γυψώσ
εις
κλητική
γύψωσ
η
γυψώσ
εις
* παλιότερος λόγιος τύπος,
γυψώσ
εως
Κατηγορία
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γύψωση
<
γυψώνω
+
-ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γύψωση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
γυψώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γύψωση