γυψώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
γυψώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυψώνω
- θα γυψώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυψώνω