γύψωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γύψωμα | τα | γυψώματα |
γενική | του | γυψώματος | των | γυψωμάτων |
αιτιατική | το | γύψωμα | τα | γυψώματα |
κλητική | γύψωμα | γυψώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύψωμα < γυψώνω + -μα < αρχαία ελληνική γυψόω < γύψος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύψωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του γυψώνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γύψωμα
|