γλυκοσίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκοσίδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycoside < αρχαία ελληνική γλυκύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυκοσίδη θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) μόριο στο οποίο μια ομάδα σακχάρου (η γλυκόνη) συνδέεται με μια ομάδα χωρίς σάκχαρο (αγλυκόνη) με τη συνδρομή ενός ατόμου αζώτου ή οξυγόνου και έπειτα από υδρόλυση αποδίδει ένα σάκχαρο και ένα ή περισσότερα πρόσθετα προϊόντα
Συγγενικά
επεξεργασία- αμινογλυκοσίδη
- γλυκοσίδιο
- → δείτε τη λέξη γλυκός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γλυκοσίδες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)