αμινογλυκοσίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμινογλυκοσίδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aminoglycoside < amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή jmn) + glycoside (< αρχαία ελληνική γλυκύς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμινογλυκοσίδη θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)
- (φαρμακευτική) φάρμακο επιμέρους κατηγορίας των αντιμικροβιακών φαρμάκων, που χορηγούνται κατά των λοιμώξεων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμινογλυκοσίδη