↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκρεμοτσακισμένος η γκρεμοτσακισμένη το γκρεμοτσακισμένο
      γενική του γκρεμοτσακισμένου της γκρεμοτσακισμένης του γκρεμοτσακισμένου
    αιτιατική τον γκρεμοτσακισμένο την γκρεμοτσακισμένη το γκρεμοτσακισμένο
     κλητική γκρεμοτσακισμένε γκρεμοτσακισμένη γκρεμοτσακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκρεμοτσακισμένοι οι γκρεμοτσακισμένες τα γκρεμοτσακισμένα
      γενική των γκρεμοτσακισμένων των γκρεμοτσακισμένων των γκρεμοτσακισμένων
    αιτιατική τους γκρεμοτσακισμένους τις γκρεμοτσακισμένες τα γκρεμοτσακισμένα
     κλητική γκρεμοτσακισμένοι γκρεμοτσακισμένες γκρεμοτσακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκρεμοτσακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκρεμοτσακίζω. Αναλύεται σε γκρεμ(ός) + -ο- + τσακισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɾe.mo.t͡sa.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρε‐μο‐τσα‐κι‐σμέ‐νος

γκρεμοτσακισμένος

  1. που τον έχουν ρίξει ή έχει πέσει από ψηλά σε μεγάλο βάθος και έχει τσακιστεί (έμψυχο ή άψυχο)
  2. (υπερβολή) που έπεσε και χτύπησε πάρα πολύ
  3. (μεταφορικά) που έχει καταβαραθρωθεί, σε βάθη απόγνωσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία