Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιουβέτσι τα γιουβέτσια
      γενική του γιουβετσιού των γιουβετσιών
    αιτιατική το γιουβέτσι τα γιουβέτσια
     κλητική γιουβέτσι γιουβέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουβέτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική güveç (βλέπε και το ρουμανικό ghiveci ("γλάστρα"), βουλγαρικό гювеч ("πήλινο μαγειρικό σκεύος")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουβέτσι ουδέτερο

  1. φαγητό που αποτελείται κυρίως από κρέας και κριθαράκι
  2. το πήλινο σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται συνήθως το γιουβέτσι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία