↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωκεντρικός η γεωκεντρική το γεωκεντρικό
      γενική του γεωκεντρικού της γεωκεντρικής του γεωκεντρικού
    αιτιατική τον γεωκεντρικό τη γεωκεντρική το γεωκεντρικό
     κλητική γεωκεντρικέ γεωκεντρική γεωκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωκεντρικοί οι γεωκεντρικές τα γεωκεντρικά
      γενική των γεωκεντρικών των γεωκεντρικών των γεωκεντρικών
    αιτιατική τους γεωκεντρικούς τις γεωκεντρικές τα γεωκεντρικά
     κλητική γεωκεντρικοί γεωκεντρικές γεωκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεωκεντρικός < γεω- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géocentrique < αρχαία ελληνική γεω- (γῆ) + κέντρον [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.o.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

γεωκεντρικός, -ή, -ό

  • σχετικός με τη θεώρηση της Γης ως κέντρου του κόσμου
    ⮡  Οι γεωκεντρικές αντιλήψεις της αρχαιότητας υποχώρησαν μετά την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γη και κέντρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία