Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βένετος η βένετη το βένετο
      γενική του βένετου της βένετης του βένετου
    αιτιατική τον βένετο τη βένετη το βένετο
     κλητική βένετε βένετη βένετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βένετοι οι βένετες τα βένετα
      γενική των βένετων των βένετων των βένετων
    αιτιατική τους βένετους τις βένετες τα βένετα
     κλητική βένετοι βένετες βένετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βένετος < μεσαιωνική ελληνική βένετος < λατινική venetus < Veneti

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈve.ne.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βέ‐νε‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

βένετος, -η, -ο

  1. ο γαλάζιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ιστορία) βένετοι: αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία