↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάφλα οι βάφλες
      γενική της βάφλας των βαφλών
    αιτιατική τη βάφλα τις βάφλες
     κλητική βάφλα βάφλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια βελγική βάφλα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάφλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική waffle < ολλανδική wafel < μέση ολλανδική wafel / wafele / wavel < πρωτογερμανική *wēbilǭ / *wēbilō

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈva.fla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐φλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάφλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία