βάφλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάφλα | οι | βάφλες |
γενική | της | βάφλας | των | βαφλών |
αιτιατική | τη | βάφλα | τις | βάφλες |
κλητική | βάφλα | βάφλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάφλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική waffle < ολλανδική wafel < μέση ολλανδική wafel / wafele / wavel < πρωτογερμανική *wēbilǭ / *wēbilō
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.fla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐φλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάφλα θηλυκό
- (γλυκό, ζαχαροπλαστική) γλυκιά τηγανίτα σε κυψελωτή μορφή
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βάφλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βάφλα
|