Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαφλιέρα οι βαφλιέρες
      γενική της βαφλιέρας
    αιτιατική τη βαφλιέρα τις βαφλιέρες
     κλητική βαφλιέρα βαφλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βαφλιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαφλιέρα θηλυκό