Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφυλετικός η αφυλετική το αφυλετικό
      γενική του αφυλετικού της αφυλετικής του αφυλετικού
    αιτιατική τον αφυλετικό την αφυλετική το αφυλετικό
     κλητική αφυλετικέ αφυλετική αφυλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφυλετικοί οι αφυλετικές τα αφυλετικά
      γενική των αφυλετικών των αφυλετικών των αφυλετικών
    αιτιατική τους αφυλετικούς τις αφυλετικές τα αφυλετικά
     κλητική αφυλετικοί αφυλετικές αφυλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφυλετικός < α- + φυλετικός < φυλέτης < φυλή

  Επίθετο επεξεργασία

αφυλετικός

  • o άεθνος, αυτός που ιδεολογικά δεν αυτοκατατάσσεται σε φυλή, αυτός που δεν αποδέχεται τις φυλές
τα άτομα "μικτής φυλής" δεν είναι αναγκαστικά ιδεολογικά αφυλετικά,
η πολυεθνική καταγωγή αφορά βιολογική περιγραφή, κι όχι φιλοσοφική στάση
  • ορφανό παιδί σε πολυφυλετική χώρα που δεν έχει καταγραφεί σε φυλή (καταγράφεται ως "άλλο")

  Μεταφράσεις επεξεργασία